- πίμπρημι
- Α1. πυρπολώ, βάζω φωτιά σε κάτι (α. «πρῆσε δὲ πυρὸς θύρετρα», Ομ. Ιλ.β. «ἠθέλησε πυρὶ πρῆσαι κατ' ἄκρας», Σοφ.γ. «πρήσω πόλιν», Αισχύλ.)2. φλεγμαίνω, έχω φλεγμονή («πίμπρησι δὲ χείλη», Νίκ.)3. πρήθω*. φυσώ και φουσκώνω κάτι, προκαλώ φούσκωμα («κύτισος μὲν ὁ ἀνθῶν οὐ συμφέρει πίμπρησι γάρ», Αριστοτ.)4. μέσ. πίμπραμαιεξάπτομαι, εξοργίζομαι5. παθ. φουσκώνω, πρήζομαι («πρησθήσεται τὴν κοιλίαν», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολης ετυμολ. Το ρ. πί-μ-πρη-μι (πρήσω, ἔπρησα, πρησθῆναι, πρήθω), με ενεστωτικό διπλασιασμό πι-και έρρινο ένθημα -μ- έχει σχηματιστεί παράλληλα προς το ρ. πί-μ-πλη-μι* (πλήσω, ἔπλησα, πλησθῆναι, πλήθω). Η σύνδεση τού ρ. με τα διαφορετικού σχηματισμού αρχ. ινδ. prόthati «φουσκώνω» και αρχ. νορβ. frūsa «φουσκώνω» είναι αμφίβολη. Από το ρ. πίμπρημι έχουν παραχθεί τα ἐμ-πρηστής, ἐμ-πρησμός, πρῆσμα, ενώ το ρ. εμφανίζεται ως β' συνθετικό στα σύνθ.: βου-πρήστις και κυνό-πρηστις. Το ρ. πίμπρημι, τέλος, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σημ., με πιο διαδεδομένη την «πυρπολώ, καίω», απ' όπου πιθ. η «αναβλύζω, φουντώνω, αναπηδώ, φυσώ, φουσκώνω» και εν συνεχεία «εξογκώνω, πρήζω» (βλ. λ. πρήζω, πρήθω)].
Dictionary of Greek. 2013.